- νέμημα
- νέμημα, τὸ (Α)αμοιβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νέμη- τού νέμω (πρβλ. νέμησις, νεμητής), βλ. και λ. νέμω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
νεμητής — νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α) 1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω* (πρβλ. νέμημα, νέμηση)] … Dictionary of Greek
νεμητός — νεμητός, ή, όν (Α) πιθ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διανείμει ή αυτός που διανεμήθηκε, που διαιρέθηκε, που διαμοιράστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση), βλ. και λ. νέμω] … Dictionary of Greek